μεγαλοπρεπείαν

μεγαλοπρεπείαν
μεγαλοπρεπείᾱν , μεγαλοπρέπεια
magnificence
fem acc sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοπρέπειαν — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • велелѣпота — ВЕЛЕЛѢПОТ|А (4), Ы с. То же, что велелѣпиѥ: исповѣдѩтьсѩ г҃ви всѩ ||=дѣла тво˫а. и прѣподобнии ѥго бл҃г(сло)вѩть тѩ... сказати с҃номъ чл҃вчьскымъ силоу твою. и славɤ велелѣпоты ц(с)рьстви˫а твоѥго. СбЯр XIII, 37 37 об.; положилъ ѥси на главѣ ѥго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”